Ναυαταίος

Ναυαταίος
-α, -ο (Α Ναυαταῑος, -α, -ον)
βλ. Ναυατιανός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ναυατιανός — και Νοουατιανός και Νοβατιανός, ή, ό και Ναυαταίος, α, ο και Ναυάτος, η, ο (Α Ναυατιανός και Νοουατιανός και Νοβατιανός, ή, όν και Ναυαταῑος, α, ον και Ναυᾱτος, η, ον) 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Ναυατιανοί χριστιανική αίρεση που υπέστη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”